- μάδισος
- μάδισος, ὁ (Α) (κατά τον Ησύχ.) «δίκελλα», δικέλλι.[ΕΤΥΜΟΛ. μαδίζω + επίθημα -σος (πρβλ. ταμεῖν: Τάμισος, μεθύω: μέθυσος)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μάδισος — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μαδιβός — μαδιβός, ὁ (Α) (κατά τον Ησύχ.) «μάδισος»*, δικέλλι. [ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. τού μάδισος* με επίθημα βος (πρβλ. κόττα βος, σίττυ βος)) … Dictionary of Greek
τάμισος — ἡ, ΜΑ πυτιά («τυρὸν πᾱξαι τάμισον δριμεῑαν ἐνεῑσα», Θεόκρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. έχει σχηματιστεί από τη συνεσταλμένη βαθμίδα ταμ τού τέμνω* (πρβλ. αόρ. β ἔταμ ον) με επίθημα σος, που απαντά σε ονομασίες φυτών ή οργάνων (πρβλ. κύτισος, μάδισος). Η… … Dictionary of Greek